χρυσελεφαντήλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait <i>ou</i> incrusté d’or, d’ivoire et de vermeil.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἐλέφας]], [[ἤλεκτρον]].
|btext=ος, ον :<br />fait <i>ou</i> incrusté d'or, d'ivoire et de vermeil.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἐλέφας]], [[ἤλεκτρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:45, 23 August 2022

English (LSJ)

ον, A of gold, ivory, and electrum, overlaid therewith, ἀσπίς Epigr. ap. Plu. Tim.31.

German (Pape)

[Seite 1379] von Gold, Elfenbein u. Elektron, damit ausgelegt, ἀσπίς Ep. ad. 606 (App. 330).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσελεφαντήλεκτρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, ἐλέφαντος καὶ ἠλέκτρου, ἀσπὶς Ἐπίγραμμ. ἐν Πλουτ. Τιμολ. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait ou incrusté d'or, d'ivoire et de vermeil.
Étymologie: χρυσός, ἐλέφας, ἤλεκτρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χρυσό, ελεφαντόδοντο και ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐλέφας, -αντος «ελεφαντόδοντο» + ἤλεκτρον.

Greek Monotonic

χρῡσελεφαντήλεκτρος: -ον, στολισμένος με χρυσό, ελεφαντοστό και ήλεκτρο, σε Επίγρ. παρά Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσελεφαντήλεκτρος: отделанный золотом, слоновой костью и электром (ἀσπίς Mamercus ap. Plut.).

Middle Liddell

χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος, ον,
of gold, ivory, and electrum, overlaid therewith, Epigr. ap. Plut.