ἀκέλευστος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui agit spontanément, sans avoir reçu | |btext=ος, ον :<br />qui agit spontanément, sans avoir reçu d'ordre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κελεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:46, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A unbidden, A.Ag.731 (lyr.), S.Aj.1284, E.El.71, Pl.Lg.953d. Adv. -ως Suid. s.v. ἀπαγγέλτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέλευστος: -ον, ὁ μὴ κελευσθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 731, Σοφ. Αἴ. 1263, Εὐρ. Ἠλ. 71, Πλάτ. Νόμ. 953D. ― Ἐπίρρ. -τως, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit spontanément, sans avoir reçu d'ordre.
Étymologie: ἀ, κελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin que nadie lo pida u ordene ἀ. ἄμισθος ἀοιδά A.A.978, δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν A.A.731, ἀ. ἦλθε S.Ai.1284, cf. E.El.71, Pl.Lg.953d.
2 adv. -ως sin ordenarlo nadie Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέλευστος, -ον) κελεύω
αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα.
Greek Monotonic
ἀκέλευστος: -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέλευστος: действующий без приказания, по собственному почину, добровольно Trag.: ἴτω ἀ. Plat. пусть он идет без приглашения.
Middle Liddell
unbidden, Trag., Plat.