ἀργυρότοιχος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux murs | |btext=ος, ον :<br />aux murs d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[τοῖχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:56, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux murs d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.
Greek Monolingual
ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).
Greek Monotonic
ἀργῠρότοιχος: -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργυρότοιχος: сребростенный (δροίτη Aesch.).