παραβαλλέταιρος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paravalletairos | |Transliteration C=paravalletairos | ||
|Beta Code=paraballe/tairos | |Beta Code=paraballe/tairos | ||
|Definition=ὁ, ( | |Definition=ὁ, (παραβάλλω A. VI) [[one who betrays his comrade]], <span class="bibl">Eust.1406.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»]. | |mltxt=ὁ, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:38, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, (παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].