προδιαζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodiazeygnymi
|Transliteration C=prodiazeygnymi
|Beta Code=prodiazeu/gnumi
|Beta Code=prodiazeu/gnumi
|Definition= Gramm., <b class="b3">σχῆμα προδιεζευγμένον</b> (also called [[Ἀλκμανικόν]]), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[is joined to the first]], as <b class="b3">ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ</b>, Sch.<span class="bibl">Od.10.513</span>.</span>
|Definition= Gramm., <b class="b3">σχῆμα προδιεζευγμένον</b> (also called [[Ἀλκμανικόν]]), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words [[is joined to the first]], as <b class="b3">ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ</b>, Sch.<span class="bibl">Od.10.513</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:01, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαζεύγνυμι Medium diacritics: προδιαζεύγνυμι Low diacritics: προδιαζεύγνυμι Capitals: ΠΡΟΔΙΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prodiazeúgnymi Transliteration B: prodiazeugnymi Transliteration C: prodiazeygnymi Beta Code: prodiazeu/gnumi

English (LSJ)

Gramm., σχῆμα προδιεζευγμένον (also called Ἀλκμανικόν), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words is joined to the first, as ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ, Sch.Od.10.513.

German (Pape)

[Seite 715] (s. ζεύγνυμι), nur προδιεζευγμένον σχῆμα, Schol. Od. 10, 513 u. Eust. dazu; auch Ἀλκμανικόν genannt, eine bes. von Alkman oft gebrauchte Redefigur, wenn ein Wort, das Prädicat zu zwei Subjecten ist, voran schon zu einem derselben gesetzt ist, wie in der angeführten Stelle der Od. Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν Κώκυτός τε.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαζεύγνυμι: ἐν τῇ γραμμ., προδιεζευγμένον σχῆμα (καλούμενον καὶ Ἀλκμανικὸν) σχῆμα λόγου οὗ ἐποιήσατο χρῆσιν ὁ Ἀλκμάν, καθ’ ὃ ῥῆμα ἔχον δύο ὑποκείμενα συνάπτεται κατὰ πληθ. ἀριθμὸν μετὰ τοῦ πρώτου, ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σὺ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 513· πρβλ. Jelf. Gr. Gr. § 393. 5.

Greek Monolingual

Α
1. χωρίζω εκ τών προτέρων
2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» — σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ (Σχόλ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαζεύγνυμι «διαχωρίζω»].