σκαλεύς: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaleys | |Transliteration C=skaleys | ||
|Beta Code=skaleu/s | |Beta Code=skaleu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, | |Definition=έως, ὁ, [[hoer]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.12</span>,<span class="bibl">15</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 23 August 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, hoer, X.Oec.17.12,15.
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.
Greek Monotonic
σκᾰλεύς: -έως, ὁ (σκάλλω), αυτός που σκαλίζει, σκαλιστής, σκαφτιάς, σκαπανέας, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλεύς: έως ὁ копатель, полольщик Xen.
Middle Liddell
σκᾰλεύς, έως, ὁ, σκάλλω
a hoer, Xen.