σκόρπαινα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skorpaina
|Transliteration C=skorpaina
|Beta Code=sko/rpaina
|Beta Code=sko/rpaina
|Definition=ἡ, a kind of fish, <span class="bibl">Ath.7.320f</span>; fem. of <span class="sense"><span class="bld">A</span> σκορπίος ''ΙΙ'', acc. to <span class="bibl">Eust.1129.24</span>.</span>
|Definition=ἡ, a kind of fish, <span class="bibl">Ath.7.320f</span>; fem. of σκορπίος ''ΙΙ'', acc. to <span class="bibl">Eust.1129.24</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρπαινα Medium diacritics: σκόρπαινα Low diacritics: σκόρπαινα Capitals: ΣΚΟΡΠΑΙΝΑ
Transliteration A: skórpaina Transliteration B: skorpaina Transliteration C: skorpaina Beta Code: sko/rpaina

English (LSJ)

ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of σκορπίος ΙΙ, acc. to Eust.1129.24.

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκί-αινα)].