Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stytikos
|Transliteration C=stytikos
|Beta Code=stutiko/s
|Beta Code=stutiko/s
|Definition=ή, όν, (στύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing priapism]], <b class="b3">σ. δυνάμεις</b> [[aphrodisiacs]], <span class="bibl">Phylarch.35</span>(b)J. (<b class="b3">στυπτ-</b> codd.Ath.).</span>
|Definition=ή, όν, (στύω) [[causing priapism]], <b class="b3">σ. δυνάμεις</b> [[aphrodisiacs]], <span class="bibl">Phylarch.35</span>(b)J. (<b class="b3">στυπτ-</b> codd.Ath.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡτικός Medium diacritics: στυτικός Low diacritics: στυτικός Capitals: ΣΤΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stytikós Transliteration B: stytikos Transliteration C: stytikos Beta Code: stutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (στύω) causing priapism, σ. δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).

German (Pape)

[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.

Greek (Liddell-Scott)

στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.