σφηνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfinokefalos
|Transliteration C=sfinokefalos
|Beta Code=sfhnoke/falos
|Beta Code=sfhnoke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with wedgeshaped]] or [[peaked head]], <span class="bibl">Str.2.1.9</span>.</span>
|Definition=ον, [[with wedgeshaped]] or [[peaked head]], <span class="bibl">Str.2.1.9</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνοκέφᾰλος Medium diacritics: σφηνοκέφαλος Low diacritics: σφηνοκέφαλος Capitals: ΣΦΗΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: sphēnoképhalos Transliteration B: sphēnokephalos Transliteration C: sfinokefalos Beta Code: sfhnoke/falos

English (LSJ)

ον, with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].

Greek Monotonic

σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
with peaked head, Strab.