φιλυρέα: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filyrea | |Transliteration C=filyrea | ||
|Beta Code=filure/a | |Beta Code=filure/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[mock privet]], [[Phillyrea media]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>; but φιλλυρέα is [[falsa lectio|f.l.]] for [[φιλύρα]] in Dsc.1.96. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, mock privet, Phillyrea media, Thphr.HP1.9.3; but φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλῠρέα: ἡ, εἶδος θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως φιλλυρέα. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.
Greek Monolingual
και φιλλυρέα, η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας
αρχ.
1. είδος θάμνου, η φυλίκη
2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. του τ. φιλύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].