φλυδαρός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flydaros | |Transliteration C=flydaros | ||
|Beta Code=fludaro/s | |Beta Code=fludaro/s | ||
|Definition=ά, όν, | |Definition=ά, όν, [[soft]], [[flabby]], Hp. ap. Gal.19.152. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, soft, flabby, Hp. ap. Gal.19.152.
German (Pape)
[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδ-αρός, πλαδ-αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].