φύγαδε: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fygade
|Transliteration C=fygade
|Beta Code=fu/gade
|Beta Code=fu/gade
|Definition=Adv., (φῠγή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to flight]], φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους <span class="bibl">Il.8.157</span>, cf. <span class="bibl">257</span>; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας <span class="bibl">11.446</span>; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος <span class="bibl">16.697</span>.</span>
|Definition=Adv., (φῠγή) [[to flight]], φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους <span class="bibl">Il.8.157</span>, cf. <span class="bibl">257</span>; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας <span class="bibl">11.446</span>; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος <span class="bibl">16.697</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:07, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγᾰδε Medium diacritics: φύγαδε Low diacritics: φύγαδε Capitals: ΦΥΓΑΔΕ
Transliteration A: phýgade Transliteration B: phygade Transliteration C: fygade Beta Code: fu/gade

English (LSJ)

Adv., (φῠγή) to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.

German (Pape)

[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.

Greek (Liddell-Scott)

φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.

English (Autenrieth)

to flight. (Il.)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε), βλ. και λ. φύξ].

Greek Monotonic

φύγᾰδε: επίρρ. (φῠγή) όπως φόβονδε, μέσω φυγής ή δραπέτευσης, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους, έτρεψε τα άλογά του σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φύγαδε: (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. μνώοντο ἕκαστος Hom. каждый помышлял о бегстве.

Middle Liddell

[φῠγή]
like φόβονδε, to flight, to flee, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to flight, Il.