δαμασικόνδυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=damasikondylos | |Transliteration C=damasikondylos | ||
|Beta Code=damasiko/ndulos | |Beta Code=damasiko/ndulos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[conquering with the knuckles]], <span class="bibl">Eup.408</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:14, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, conquering with the knuckles, Eup.408.
Greek (Liddell-Scott)
δαμασικόνδυλος: -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84.
Greek Monolingual
δαμασικόνδυλος, -ον (Α)
όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].