καλλίκρεας: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kallikreas | |Transliteration C=kallikreas | ||
|Beta Code=kalli/kreas | |Beta Code=kalli/kreas | ||
|Definition=gen. <b class="b3">κρέως, τό,</b | |Definition=gen. <b class="b3">κρέως, τό,</b> = [[πάγκρεας]], Gal.2.781. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:30, 24 August 2022
English (LSJ)
gen. κρέως, τό, = πάγκρεας, Gal.2.781.
German (Pape)
[Seite 1310] εως, τό, schönes Fleisch, Galen., = πάγκρεας.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκρεας: γεν. κρέως, τό, = πάγκρεας, καλλίκρεας, ὅπερ ἔνιοι πάγκρεας ὀνομάζουσι Γαλην. τ. 2. 781, Θεοφ. Πρωτοσπ. σ. 8, πρβλ. μεσεντέριον.
Greek Monolingual
καλλίκρεας, τὸ (Α)
το πάγκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρέας (< κρέας), πρβλ. αρτόκρεας, πάγκρεας].