καλλίκρεας
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
gen. κρέως, τό, = πάγκρεας, Gal.2.781.
German (Pape)
[Seite 1310] εως, τό, schönes Fleisch, Galen., = πάγκρεας.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκρεας: γεν. κρέως, τό, = πάγκρεας, καλλίκρεας, ὅπερ ἔνιοι πάγκρεας ὀνομάζουσι Γαλην. τ. 2. 781, Θεοφ. Πρωτοσπ. σ. 8, πρβλ. μεσεντέριον.
Greek Monolingual
καλλίκρεας, τὸ (Α)
το πάγκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρέας (< κρέας), πρβλ. αρτόκρεας, πάγκρεας].