κοινωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koinofelis
|Transliteration C=koinofelis
|Beta Code=koinwfelh/s
|Beta Code=koinwfelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of common utility]], <span class="bibl">Ph.2.404</span>, al., Gal.14.296, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1409.19</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>7.2.1</span>: Comp., <span class="bibl">Max.Tyr.41.1</span>: Sup., <span class="bibl">Ph.1.389</span>.</span>
|Definition=ές, [[of common utility]], <span class="bibl">Ph.2.404</span>, al., Gal.14.296, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1409.19</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>7.2.1</span>: Comp., <span class="bibl">Max.Tyr.41.1</span>: Sup., <span class="bibl">Ph.1.389</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 01:59, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωφελής Medium diacritics: κοινωφελής Low diacritics: κοινωφελής Capitals: ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: koinōphelḗs Transliteration B: koinōphelēs Transliteration C: koinofelis Beta Code: koinwfelh/s

English (LSJ)

ές, of common utility, Ph.2.404, al., Gal.14.296, POxy.1409.19 (iii A.D.), Just.Nov.7.2.1: Comp., Max.Tyr.41.1: Sup., Ph.1.389.

German (Pape)

[Seite 1470] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωφελής: -ές, χρήσιμος εἰς τὸ κοινόν, ὠφέλιμος, Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404.

Greek Monolingual

-ές (AM κοινωφελής, -ές)
αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»).
επίρρ...
κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς)
με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. επωφελής, ψυχωφελής. Το -ω- κατά τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί πλέον και στο παρ. του ὄφελος, ὠφελῶ, κατ' αναλογία προς τα -ωφελής, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. ωφέλεια, ωφελήσιμος, ωφέλιμος].

Russian (Dvoretsky)

κοινωφελής: общеполезный (Aesch. - v.l. к κοινοφιλής Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.