κομπός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kompos | |Transliteration C=kompos | ||
|Beta Code=kompo/s | |Beta Code=kompo/s | ||
|Definition=(B), ὁ, | |Definition=(B), ὁ, = [[κομπαστής]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>600</span> (troch.); κ. λόγος <span class="bibl"><span class="title">EM</span>527.47</span>.—On the accent, v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.187</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:00, 24 August 2022
English (LSJ)
(B), ὁ, = κομπαστής, E.Ph.600 (troch.); κ. λόγος EM527.47.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.187.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Großprahler, Eur. Phoen. 609; – auch adj., λόγος, E. M. 527, 47.
Greek (Liddell-Scott)
κομπός: ὁ, = κομπαστής, Εὐρ. Φοίν. 600· κομπὸς λόγος Ἐτυμολ. Μέγ. 527. 47. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 67. 2.
Greek Monolingual
κομπός, ὁ (Α)
κομπαστής («κομπὸς εἶ σπονδαῑς πεποιθώς, αἵ σε σῴζουσι θανεῖν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός», με καταβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
κομπός: ὁ = κομπαστής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κομπός: ὁ хвастун, бахвал Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομπός -οῦ, ὁ [κόμπος] opschepper.
Middle Liddell
κομπός, οῦ, = κομπαστής, Eur.]