κοινεών: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koineon | |Transliteration C=koineon | ||
|Beta Code=koinew/n | |Beta Code=koinew/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, | |Definition=ῶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], prob. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>149</span>, <span class="bibl">340</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:05, 24 August 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = κοινωνός, prob. in E.HF149, 340.
German (Pape)
[Seite 1467] ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.
Greek Monolingual
κοινεών, ὁ (Α)
ο κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιν-άνων (< κοινός + κατάλ. -ᾱων, πρβλ. διδυμάων, ξυνάων). Η κατάλ. -εών είναι η ιωνική-αττική μορφή της ομηρικής -ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή -ᾱν (πρβλ. κοιν-άν) και στην αττική τη μορφή -ών (πρβλ. κοινών)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.