κυρταύχην: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrtaychin | |Transliteration C=kyrtaychin | ||
|Beta Code=kurtau/xhn | |Beta Code=kurtau/xhn | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ενος, | |Definition=ὁ, ἡ, gen. ενος, [[with bulging neck]], Quint.1.5.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:47, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, with bulging neck, Quint.1.5.70.
German (Pape)
[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.
Greek (Liddell-Scott)
κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
Greek Monolingual
ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλαύχην, κρατεραύχην)].
Russian (Dvoretsky)
κυρταύχην: ενος adj. (лат. incurvicervicus) с искривленной спиной Quint.