μονώνυχος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mononychos
|Transliteration C=mononychos
|Beta Code=monw/nuxos
|Beta Code=monw/nuxos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μῶνυξ]], <span class="title">Gp.</span>16.1.12: pl. [[μονώνυχα]], [[τά]], of animals, <span class="bibl">Ph.2.353</span>, Gal.18(1).359.</span>
|Definition=ον, = [[μῶνυξ]], <span class="title">Gp.</span>16.1.12: pl. [[μονώνυχα]], [[τά]], of animals, <span class="bibl">Ph.2.353</span>, Gal.18(1).359.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[μώνυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονώνυχος]], -ον και [[μώνυχος]], -ον, Α και [[μώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και [[μονώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ)<br />(για ζώα) αυτός που έχει ένα [[νύχι]] ή μια [[χηλή]], [[μονόχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχος</i> / -<i>ωνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], <i>ὄνυχος</i> «[[νύχι]]»). Οι τ. [[μώνυχος]] / [[μῶνυξ]] <span style="color: red;"><</span> [[μονώνυχος]] / [[μονώνυξ]] με [[απλολογία]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=-η, -ο και [[μώνυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονώνυχος]], -ον και [[μώνυχος]], -ον, Α και [[μώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και [[μονώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ)<br />(για ζώα) αυτός που έχει ένα [[νύχι]] ή μια [[χηλή]], [[μονόχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχος</i> / -<i>ωνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], <i>ὄνυχος</i> «[[νύχι]]»). Οι τ. [[μώνυχος]] / [[μῶνυξ]] <span style="color: red;"><</span> [[μονώνυχος]] / [[μονώνυξ]] με [[απλολογία]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 04:40, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώνῠχος Medium diacritics: μονώνυχος Low diacritics: μονώνυχος Capitals: ΜΟΝΩΝΥΧΟΣ
Transliteration A: monṓnychos Transliteration B: monōnychos Transliteration C: mononychos Beta Code: monw/nuxos

English (LSJ)

ον, = μῶνυξ, Gp.16.1.12: pl. μονώνυχα, τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.

Greek Monolingual

-η, -ο και μώνυχος, -η, -ο (ΑΜ μονώνυχος, -ον και μώνυχος, -ον, Α και μώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ)
(για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωνυχος / -ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ. μώνυχος / μῶνυξ < μονώνυχος / μονώνυξ με απλολογία. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].