ἀκαμαντοχάρμας: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akamantocharmas | |Transliteration C=akamantocharmas | ||
|Beta Code=a)kamantoxa/rmas | |Beta Code=a)kamantoxa/rmas | ||
|Definition=α, ὁ, | |Definition=α, ὁ, [[unwearied in fight]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>184</span>, in voc. <b class="b3">ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν</b>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:45, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ὁ, unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).
English (Slater)
ᾰκᾰμαντοχάρμας
1 untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντοχάρμας) -ᾱ que no se cansa de la batalla, Αἴας Pi.Fr.184.
Greek Monolingual
ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α)
ο ακαμαντομάχας (Πίνδ. απ. 179).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -χάρμας < χάρμα, -η].
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντοχάρμας: α adj. неутомимый в битвах (Αἴας Pind.).