ἀνάλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analektos | |Transliteration C=analektos | ||
|Beta Code=a)na/lektos | |Beta Code=a)na/lektos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[select]], [[choice]], γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>9</span>. -lectris, -idos, dub. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273 (v. [[ἀναληπτρίς]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, select, choice, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλεκτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, γυναῖκες ἀν. τὸ κάλλος Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
Spanish (DGE)
-ον
escogido, seleccionado γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.Ep.9.1, παιδία SB 4425.3.21.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος
2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα
υπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.