κτήνος: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς | |mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῖον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[δάνος]], [[τέμενος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῖον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. ἐ-κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].