ἐναύγασμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐναύγασμα]])<br />[[διάχυση]] φωτός, [[φώτιση]], [[λάμψη]], [[καταύγασμα]], [[σελαγισμός]]<br />(«[[ἐναύγασμα]] θεῑον», Φίλ.).
|mltxt=το (Α [[ἐναύγασμα]])<br />[[διάχυση]] φωτός, [[φώτιση]], [[λάμψη]], [[καταύγασμα]], [[σελαγισμός]]<br />(«[[ἐναύγασμα]] θεῖον», Φίλ.).
}}
}}

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναύγασμα Medium diacritics: ἐναύγασμα Low diacritics: εναύγασμα Capitals: ΕΝΑΥΓΑΣΜΑ
Transliteration A: enaúgasma Transliteration B: enaugasma Transliteration C: enaygasma Beta Code: e)nau/gasma

English (LSJ)

ατος, τό, illumination, ἐ θεῖον ib.88.

German (Pape)

[Seite 830] τό, die Erleuchtung, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναύγασμα: τό, φωτισμός, λάμψις, ἐναύγασμα θεῖον Φίλων 1. 88.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
resplandor, destello θεῖον Ph.1.88, σπινθηροειδές Procop.Gaz.M.87.1564A.

Greek Monolingual

το (Α ἐναύγασμα)
διάχυση φωτός, φώτιση, λάμψη, καταύγασμα, σελαγισμός
ἐναύγασμα θεῖον», Φίλ.).