ἱπποβοσκός: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippovoskos | |Transliteration C=ippovoskos | ||
|Beta Code=i(ppobosko/s | |Beta Code=i(ppobosko/s | ||
|Definition=όν, (βόσκω) | |Definition=όν, (βόσκω) [[feeding horses]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>6.10</span>, Suid., <span class="title">Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
όν, (βόσκω) feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.
German (Pape)
[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Greek Monolingual
ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].
Greek Monolingual
ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.