ὀψείω: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opseio | |Transliteration C=opseio | ||
|Beta Code=o)yei/w | |Beta Code=o)yei/w | ||
|Definition=(ὄψομαι) Desiderat. of [[ὁράω]], | |Definition=(ὄψομαι) Desiderat. of [[ὁράω]], [[wish to see]], c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο <span class="bibl">Il.14.37</span>: impf. [[ὤψεον]] in <span class="bibl">Sophr.81</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:02, 24 August 2022
English (LSJ)
(ὄψομαι) Desiderat. of ὁράω, wish to see, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37: impf. ὤψεον in Sophr.81.
German (Pape)
[Seite 432] desiderat. zu ὁράω, ich möchte gern sehen, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο, Il. 14, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψείω: (ὄψομαι) ἐφετικὸν τοῦ ὁράω, ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, μετὰ γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, ἰδεῖν θέλοντες».
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
désirer voir, être curieux ou avide de, gén..
Étymologie: ὄψομαι.
English (Autenrieth)
(ὄψομαι): only part., ὀψείοντες, desiring to see, Il. 14.37.
Greek Monolingual
ὀψείω (Α)
(ως εφετικό του ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- του ὄπωπα + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμη-σείω, ναυμαχη-σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
ὀψείω: (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψείω: [desiderat. к ὁράω желать увидеть (ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Hom.).
Middle Liddell
ὀψείω, ὄψομαι
Desiderat. of ὁράω, to wish to see a thing, c. gen., Il.