μεγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μεγᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lordly]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
|sltr=<b>μεγᾱνωρ</b> [[lordly]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:32, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾱ́νωρ Medium diacritics: μεγάνωρ Low diacritics: μεγάνωρ Capitals: ΜΕΓΑΝΩΡ
Transliteration A: megánōr Transliteration B: meganōr Transliteration C: meganor Beta Code: mega/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.

German (Pape)

[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

English (Slater)

μεγᾱνωρ lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Greek Monolingual

μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυ-άνωρ)].

Greek Monotonic

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.

Middle Liddell

μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.