ἀντιφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(1a) |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />poste avancé de | |btext=ακος (ὁ) :<br />poste avancé de l'ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φύλαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:50, 5 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
poste avancé de l'ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.
Greek Monotonic
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.