ηλίκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν | |mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- ([[πρβλ]]. λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 9 September 2022
Greek Monolingual
ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ᾱ- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. ᾱ- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -(ᾱ)λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.