συμμάζεμα: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν [[συμμαζεύω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμμαζεύω]], [[συγκέντρωση]] σκόρπιων [[κυρίως]] πραγμάτων στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με αγροτικά προϊόντα) [[συγκομιδή]]<br /><b>3.</b> [[τακτοποίηση]], [[συγύρισμα]] («το δωμάτιό σου θέλει γερό [[συμμάζεμα]]»)<br /><b>4.</b> [[σύσφιγξη]], [[σύμπτυξη]] («το [[μανίκι]] θέλει λίγο [[συμμάζεμα]]»)<br /><b>5.</b> [[περιποίηση]] της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, [[καλλωπισμός]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[χαλιναγώγηση]], [[περιορισμός]] («πολύ αέρα πήρε ο [[νεαρός]] και χρειάζεται [[συμμάζεμα]]»). | |mltxt=το, Ν [[συμμαζεύω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμμαζεύω]], [[συγκέντρωση]] σκόρπιων [[κυρίως]] πραγμάτων στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με αγροτικά προϊόντα) [[συγκομιδή]]<br /><b>3.</b> [[τακτοποίηση]], [[συγύρισμα]] («το δωμάτιό σου θέλει γερό [[συμμάζεμα]]»)<br /><b>4.</b> [[σύσφιγξη]], [[σύμπτυξη]] («το [[μανίκι]] θέλει λίγο [[συμμάζεμα]]»)<br /><b>5.</b> [[περιποίηση]] της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, [[καλλωπισμός]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[χαλιναγώγηση]], [[περιορισμός]] («πολύ αέρα πήρε ο [[νεαρός]] και χρειάζεται [[συμμάζεμα]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:38, 27 September 2022
Greek Monolingual
το, Ν συμμαζεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο
2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή
3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα»)
4. σύσφιγξη, σύμπτυξη («το μανίκι θέλει λίγο συμμάζεμα»)
5. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, καλλωπισμός
6. μτφ. χαλιναγώγηση, περιορισμός («πολύ αέρα πήρε ο νεαρός και χρειάζεται συμμάζεμα»).