ευνώ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐνῶ, -άω (Α) [[εὐνή]] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του [[ευνάζω]])<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] για [[ενέδρα]]<br /><b>2.</b> [[αποκοιμίζω]], [[καταβαυκαλίζω]] («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]] («τῆς δ' εὔνησε [[γόον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐνῶμαι</i><br />α) [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br />β) [[κοιμάμαι]] τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης [[ὕπνον]] ὀφειλόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />γ) (για ανέμους) [[σταματώ]], κατευνάζομαι<br />δ) συνουσιάζομαι, [[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῑσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῑσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[ναρκώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.
|mltxt=εὐνῶ, -άω (Α) [[εὐνή]] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του [[ευνάζω]])<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] για [[ενέδρα]]<br /><b>2.</b> [[αποκοιμίζω]], [[καταβαυκαλίζω]] («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]] («τῆς δ' εὔνησε [[γόον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐνῶμαι</i><br />α) [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br />β) [[κοιμάμαι]] τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης [[ὕπνον]] ὀφειλόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />γ) (για ανέμους) [[σταματώ]], κατευνάζομαι<br />δ) συνουσιάζομαι, [[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[ναρκώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 29 September 2022

Greek Monolingual

εὐνῶ, -άω (Α) εὐνή (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του ευνάζω)
1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα
2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ' εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.)
4. μέσ. εὐνῶμαι
α) ξαπλώνω, πλαγιάζω να κοιμηθώ
β) κοιμάμαι τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης ὕπνον ὀφειλόμενον», Ανθ. Παλ.)
γ) (για ανέμους) σταματώ, κατευνάζομαι
δ) συνουσιάζομαι, κοιμάμαι μαζί με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα», Ομ. Ιλ.)
ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», Σοφ.)
5. μέσ. ναρκώνω, καθιστώ κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.