ἀκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ke/rastos
|Beta Code=a)ke/rastos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], τόλμης ἀνδρείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>310d</span>. Adv. [[ἀκεράστως]], [[πνέων]], gloss on [[ἀκραής]], Sch. <span class="bibl">Od.2.421</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of vowelsounds, [[not coalescing]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], τόλμης ἀνδρείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>310d</span>. Adv. [[ἀκεράστως]], [[πνέων]], gloss on [[ἀκραής]], Sch. <span class="bibl">Od.2.421</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of vowelsounds, [[not coalescing]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mezclado]], [[exento de]] τόλμης Pl.<i>Plt</i>.310d.<br /><b class="num">2</b> gram., de las vocales [[que no se puede contraer]] D.H.<i>Comp</i>.22.39.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin mezcla]] ἀ. πνέων Sch.<i>Od</i>.2.421.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέραστος''': -ον, [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἀκέραστος]] τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
|lstext='''ἀκέραστος''': -ον, [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἀκέραστος]] τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mezclado]], [[exento de]] τόλμης Pl.<i>Plt</i>.310d.<br /><b class="num">2</b> gram., de las vocales [[que no se puede contraer]] D.H.<i>Comp</i>.22.39.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin mezcla]] ἀ. πνέων Sch.<i>Od</i>.2.421.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέραστος Medium diacritics: ἀκέραστος Low diacritics: ακέραστος Capitals: ΑΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akérastos Transliteration B: akerastos Transliteration C: akerastos Beta Code: a)ke/rastos

English (LSJ)

ον, A unmixed, pure, τόλμης ἀνδρείας Pl.Plt.310d. Adv. ἀκεράστως, πνέων, gloss on ἀκραής, Sch. Od.2.421. II of vowelsounds, not coalescing, D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no mezclado, exento de τόλμης Pl.Plt.310d.
2 gram., de las vocales que no se puede contraer D.H.Comp.22.39.
II adv. -ως sin mezcla ἀ. πνέων Sch.Od.2.421.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέραστος: -ον, ἀμιγής, ἄμικτος, ἀκέραστος τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέραστος: несмешанный: ἀ. τινος Plat. не смешанный с чем-л., свободный от чего-л.