ἀσκητικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)skhtiko/s | |Beta Code=a)skhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[laborious]], βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>806a</span>; ἀ. νόσημα [[such as is incident to an athlete]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1085</span>; of persons, <span class="bibl">Ph.1.552</span>. Adv.-κῶς <span class="bibl">Poll.3.145</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ascetic]], μελέται <span class="bibl">Ph.1.646</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[laborious]], βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>806a</span>; ἀ. νόσημα [[such as is incident to an athlete]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1085</span>; of persons, <span class="bibl">Ph.1.552</span>. Adv.-κῶς <span class="bibl">Poll.3.145</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ascetic]], μελέται <span class="bibl">Ph.1.646</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[propio de los atletas]] ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Ar.<i>Lys</i>.1085<br /><b class="num">•</b>[[apropiado para el ejercicio corporal]] τόποι <i>SB</i> 9921.13 (III d.C.), ἀσκητικώτατον ... χρῆσθαι Clem.Al.<i>Paed</i>.2.11.117.<br /><b class="num">2</b> [[laborioso]], [[activo]] op. [[ἀργός]]: [[βίος]] Pl.<i>Lg</i>.806a, τρόπος Ph.1.552.<br /><b class="num">3</b> [[que se ejercita en la disciplina]], [[ascético]] [[ἀνήρ]] M.Ant.1.7, en lit. crist. μελέται Ph.1.646, [[βίος]] Basil.M.31.881B, cf. Pall.<i>H.Laus</i>.32.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera atlética]] Poll.3.145.<br /><b class="num">2</b> [[ascéticamente]] βιοτεύειν Thdt.M.81.1277B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκητικός''': -ή, -όν, [[ἐπίπονος]], κοπιαστικός, [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. [[νόσημα]], [[νόσημα]] εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν [[σχῆμα]] Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ [[βίβλος]], [[βιβλίον]] περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ [[Σωκράτης]] (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας. | |lstext='''ἀσκητικός''': -ή, -όν, [[ἐπίπονος]], κοπιαστικός, [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. [[νόσημα]], [[νόσημα]] εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν [[σχῆμα]] Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ [[βίβλος]], [[βιβλίον]] περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ [[Σωκράτης]] (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A laborious, βίος Pl.Lg.806a; ἀ. νόσημα such as is incident to an athlete, Ar.Lys.1085; of persons, Ph.1.552. Adv.-κῶς Poll.3.145. II ascetic, μελέται Ph.1.646.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1propio de los atletas ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Ar.Lys.1085
•apropiado para el ejercicio corporal τόποι SB 9921.13 (III d.C.), ἀσκητικώτατον ... χρῆσθαι Clem.Al.Paed.2.11.117.
2 laborioso, activo op. ἀργός: βίος Pl.Lg.806a, τρόπος Ph.1.552.
3 que se ejercita en la disciplina, ascético ἀνήρ M.Ant.1.7, en lit. crist. μελέται Ph.1.646, βίος Basil.M.31.881B, cf. Pall.H.Laus.32.2.
II adv. -ῶς
1 de manera atlética Poll.3.145.
2 ascéticamente βιοτεύειν Thdt.M.81.1277B.
German (Pape)
[Seite 371] übend, βίος, arbeitsam, Plat. Legg. VII, 806 a; K. S. ascetisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητικός: -ή, -όν, ἐπίπονος, κοπιαστικός, βίος Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. νόσημα, νόσημα εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν σχῆμα Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ βίβλος, βιβλίον περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ Σωκράτης (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀσκητικός, -ή, -όν) ασκητής
Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ασκητική
ο ασκητισμός
αρχ.
ο επίπονος, ο κοπιαστικός
II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς)
με τρόπο ασκητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκητικός:
1) трудовой (βίος Plat.);
2) свойственный борцам (νόσημα Arph.).