ασκητισμός

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

Greek Monolingual

ο
1. η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με την άσκηση
2. το να ζει κανείς ασκητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].