ἄλλην: Difference between revisions
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)/llhn | |Beta Code=a)/llhn | ||
|Definition=<b class="num">1</b> acc. fem. of [[ἄλλος]], used (se. [[ὁδός|ὁδόν]]) as adverb, [[elsewhither]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[διώκειν]] X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of [[time]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[ἀποβλέπειν]] εἴς τινα [[again and again]], Pl.Euthd.273b.<br /><b class="num">2</b> ἄλλην· [[λάχανον]] (Ital.), prob. Lat. [[alium]], [[allium]], [[garlic]] Hsch. | |Definition=<b class="num">1</b> acc. fem. of [[ἄλλος]], used (se. [[ὁδός|ὁδόν]]) as adverb, [[elsewhither]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[διώκειν]] X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of [[time]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[ἀποβλέπειν]] εἴς τινα [[again and again]], Pl.Euthd.273b.<br /><b class="num">2</b> ἄλλην· [[λάχανον]] (Ital.), prob. Lat. [[alium]], [[allium]], [[garlic]] Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ac. fem. de [[ἄλλος]] usado como adv., siempre repetido<br /><b class="num">1</b> [[por aquí y por allá]] [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ... διώκειν X.<i>Cyr</i>.4.1.15, dud. λίθους ... βάλλειν [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] Aen.Tact.26.6, 22.12.<br /><b class="num">2</b> [[de cuando en cuando]], [[una y otra vez]] ἀ. καὶ ἄ. ἀποβλέποντε εἰς ἡμᾶς mirándonos de cuando en cuando</i> Pl.<i>Euthd</i>.273b.<br /><b class="num">3</b> καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ [[ἀλλαντοπώλης]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> [[λάχανον]], Ἰταλοί prob. lat. [[alium]], [[allium]], [[ajo]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλλην''': αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ [[ἄλλος]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] πρὸς ἄλλον τόπον, [[ἄλλοσε]]: [[ἀλλά]]: [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέπειν εἴς τινα, [[πάλιν]] καὶ [[πάλιν]], Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β. | |lstext='''ἄλλην''': αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ [[ἄλλος]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] πρὸς ἄλλον τόπον, [[ἄλλοσε]]: [[ἀλλά]]: [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέπειν εἴς τινα, [[πάλιν]] καὶ [[πάλιν]], Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:13, 1 October 2022
English (LSJ)
1 acc. fem. of ἄλλος, used (se. ὁδόν) as adverb, elsewhither, ἄλλην καὶ ἄλλην διώκειν X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of time, ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα again and again, Pl.Euthd.273b.
2 ἄλλην· λάχανον (Ital.), prob. Lat. alium, allium, garlic Hsch.
Spanish (DGE)
ac. fem. de ἄλλος usado como adv., siempre repetido
1 por aquí y por allá ἄλλην καὶ ἄλλην ... διώκειν X.Cyr.4.1.15, dud. λίθους ... βάλλειν ἄλλην καὶ ἄλλην Aen.Tact.26.6, 22.12.
2 de cuando en cuando, una y otra vez ἀ. καὶ ἄ. ἀποβλέποντε εἰς ἡμᾶς mirándonos de cuando en cuando Pl.Euthd.273b.
3 καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ ἀλλαντοπώλης Hsch.
4 λάχανον, Ἰταλοί prob. lat. alium, allium, ajo Hsch.
German (Pape)
[Seite 103] sc. ὁδόν, anders wohin, Plat. ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλην: αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ ἄλλος ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς ἄλλο μέρος πρὸς ἄλλον τόπον, ἄλλοσε: ἀλλά: ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα, πάλιν καὶ πάλιν, Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β.
Greek Monolingual
ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].
Greek Monotonic
ἄλλην: αιτ. θηλ. του ἄλλος, ως επίρρ., ἄλλην καὶ ἄλλην, ξανά και ξανά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλην: adv. (sc. ὁδόν) в другую сторону ἄ. καὶ ἄ. Plat. то туда, то сюда или с разных сторон.