ἐλευθερωτής: Difference between revisions

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)leuqerwth/s
|Beta Code=e)leuqerwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[liberator]], Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.
|Definition=οῦ, ὁ, [[liberator]], Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[libertador]] ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.<i>Vit.Auct</i>.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.<i>Tract</i>.242.14<br /><b class="num">•</b>crist. [[libertador]], [[redentor]] de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.<i>VC</i> 2.30.1, frec. de [[Cristo]] ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας <i>A.Thom.A</i> 142, cf. Ast.Soph.<i>Hom</i>.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.440D.<br /><b class="num">2</b> jur. [[manumisor]] οἱ ... τῶν [[ἔμπροσθεν]] δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.<i>Nou</i>.22.8, cf. 78.4, <i>Cod.Iust</i>.6.4.4.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[libertador]] ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.<i>Vit.Auct</i>.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.<i>Tract</i>.242.14<br /><b class="num">•</b>crist. [[libertador]], [[redentor]] de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.<i>VC</i> 2.30.1, frec. de [[Cristo]] ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας <i>A.Thom.A</i> 142, cf. Ast.Soph.<i>Hom</i>.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.440D.<br /><b class="num">2</b> jur. [[manumisor]] οἱ ... τῶν [[ἔμπροσθεν]] δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.<i>Nou</i>.22.8, cf. 78.4, <i>Cod.Iust</i>.6.4.4.24.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερωτής Medium diacritics: ἐλευθερωτής Low diacritics: ελευθερωτής Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Transliteration A: eleutherōtḗs Transliteration B: eleutherōtēs Transliteration C: eleftherotis Beta Code: e)leuqerwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.

German (Pape)

[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.

Greek Monotonic

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.

Middle Liddell

ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.