βιοστερής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0445.png Seite 445]] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0445.png Seite 445]] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />privé de ressources pour vivre.<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[στερέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βιοστερής''': -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. [[βίος]] ΙΙ.
|lstext='''βιοστερής''': -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. [[βίος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />privé de ressources pour vivre.<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[στερέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοστερής Medium diacritics: βιοστερής Low diacritics: βιοστερής Capitals: ΒΙΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: biosterḗs Transliteration B: biosterēs Transliteration C: viosteris Beta Code: biosterh/s

English (LSJ)

ές, reft of the means of life, S.OC747.

Spanish (DGE)

-ές privado de medios de vida S.OC 747.

German (Pape)

[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.

Greek (Liddell-Scott)

βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.

Greek Monolingual

βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].

Greek Monotonic

βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βιοστερής: лишенный средств к жизни Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοστερής -ές βίος, στερέω van levensonderhoud beroofd.

Middle Liddell

στερέω
reft of the means of life, Soph.