Φοίβειος: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(1b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Φοίβειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον ([[ὡσαύτως]], ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. [[Ἀχίλλειος]])· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ. | |lstext='''Φοίβειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον ([[ὡσαύτως]], ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. [[Ἀχίλλειος]])· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:09, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.
Greek (Liddell-Scott)
Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.
Greek Monolingual
-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῑβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.
Greek Monotonic
Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, -η, -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1) фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2) вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).