διαθλέω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; [[πρός]] τινα, Ael. V. H. 5, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; [[πρός]] τινα, Ael. V. H. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lutter énergiquement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀθλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθλέω''': ἀπελπιστικῶς [[ἀγωνίζομαι]], [[πρός]] τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] συνεχῶς, [[μέχρι]] τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.
|lstext='''διαθλέω''': ἀπελπιστικῶς [[ἀγωνίζομαι]], [[πρός]] τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] συνεχῶς, [[μέχρι]] τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lutter énergiquement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀθλέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[combatir constantemente]], [[luchar enérgicamente]] ἀσκητικὸς γὰρ ὢν καὶ ἔτι διαθλῶν Ph.1.552<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. πρὸς Πῶρον καὶ Ταξίλην καὶ Δαρεῖον διήθλησεν Ael.<i>VH</i> 5.6, ὑπὲρ τοῦ γάμου διαθλῶν Cono 1.10, οἱ ὑπὲρ Χριστοῦ διεθληκότες de los mártires, anón. en <i>AfP</i> 21.1971.78.11, en v. pas. οἱ ἀγῶνες ἐπὶ νεκροῖς διαθλούμενοι las competiciones que se celebran en honor de los muertos</i> Clem.Al.<i>Prot</i>.2.34<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὑπὲρ κτήσεως ἀρετῆς πόνος διαθλεῖται Ph.1.196.<br /><b class="num">2</b> [[combatir]], [[luchar hasta el final]] διαθλήσεις βίον pasarás la vida luchando</i> Hld.7.5.5, c. ac. int. ἀνήνυτον καὶ ἀτελῆ πόνον διαθλεῖν realizar esforzadamente un trabajo vano y sin fin</i> Ph.1.570, τοὺς ἀρετῆς ἄθλους διαθλῶν Ph.1.369, πολλὰ διαθλήσας χειρὶ σὺν οὐρανίῃ habiendo combatido mucho con ayuda del poder celestial</i> Gr.Naz.M.37.1358A, διαθλεῖ ... πάντας τοὺς ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγῶνας Hierocl.<i>in CA</i> 14.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[combatir constantemente]], [[luchar enérgicamente]] ἀσκητικὸς γὰρ ὢν καὶ ἔτι διαθλῶν Ph.1.552<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. πρὸς Πῶρον καὶ Ταξίλην καὶ Δαρεῖον διήθλησεν Ael.<i>VH</i> 5.6, ὑπὲρ τοῦ γάμου διαθλῶν Cono 1.10, οἱ ὑπὲρ Χριστοῦ διεθληκότες de los mártires, anón. en <i>AfP</i> 21.1971.78.11, en v. pas. οἱ ἀγῶνες ἐπὶ νεκροῖς διαθλούμενοι las competiciones que se celebran en honor de los muertos</i> Clem.Al.<i>Prot</i>.2.34<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὑπὲρ κτήσεως ἀρετῆς πόνος διαθλεῖται Ph.1.196.<br /><b class="num">2</b> [[combatir]], [[luchar hasta el final]] διαθλήσεις βίον pasarás la vida luchando</i> Hld.7.5.5, c. ac. int. ἀνήνυτον καὶ ἀτελῆ πόνον διαθλεῖν realizar esforzadamente un trabajo vano y sin fin</i> Ph.1.570, τοὺς ἀρετῆς ἄθλους διαθλῶν Ph.1.369, πολλὰ διαθλήσας χειρὶ σὺν οὐρανίῃ habiendo combatido mucho con ayuda del poder celestial</i> Gr.Naz.M.37.1358A, διαθλεῖ ... πάντας τοὺς ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγῶνας Hierocl.<i>in CA</i> 14.1.
}}
}}

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθλέω Medium diacritics: διαθλέω Low diacritics: διαθλέω Capitals: ΔΙΑΘΛΕΩ
Transliteration A: diathléō Transliteration B: diathleō Transliteration C: diathleo Beta Code: diaqle/w

English (LSJ)

Ι.
struggle desperately, πρός τινα Ael. VH 5.6; ὑπὲρ τοῦ γάμου Conon 10.
IΙ. struggle through, βίον Hld. 7.5; ἀγῶνας Hierocl. in CA 14 p. 450M.

German (Pape)

[Seite 579] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; πρός τινα, Ael. V. H. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀθλέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαθλέω: ἀπελπιστικῶς ἀγωνίζομαι, πρός τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. ἀγωνίζομαι συνεχῶς, μέχρι τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.

Spanish (DGE)

1 combatir constantemente, luchar enérgicamente ἀσκητικὸς γὰρ ὢν καὶ ἔτι διαθλῶν Ph.1.552
c. giro prep. πρὸς Πῶρον καὶ Ταξίλην καὶ Δαρεῖον διήθλησεν Ael.VH 5.6, ὑπὲρ τοῦ γάμου διαθλῶν Cono 1.10, οἱ ὑπὲρ Χριστοῦ διεθληκότες de los mártires, anón. en AfP 21.1971.78.11, en v. pas. οἱ ἀγῶνες ἐπὶ νεκροῖς διαθλούμενοι las competiciones que se celebran en honor de los muertos Clem.Al.Prot.2.34
en v. med. mismo sent. ὑπὲρ κτήσεως ἀρετῆς πόνος διαθλεῖται Ph.1.196.
2 combatir, luchar hasta el final διαθλήσεις βίον pasarás la vida luchando Hld.7.5.5, c. ac. int. ἀνήνυτον καὶ ἀτελῆ πόνον διαθλεῖν realizar esforzadamente un trabajo vano y sin fin Ph.1.570, τοὺς ἀρετῆς ἄθλους διαθλῶν Ph.1.369, πολλὰ διαθλήσας χειρὶ σὺν οὐρανίῃ habiendo combatido mucho con ayuda del poder celestial Gr.Naz.M.37.1358A, διαθλεῖ ... πάντας τοὺς ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγῶνας Hierocl.in CA 14.1.