αὔτοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] selbst gesehen, selbst ertappt, wie [[αὐτόφωρος]], Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] selbst gesehen, selbst ertappt, wie [[αὐτόφωρος]], Suid.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se laisse voir en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se laisse voir en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὔτοπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που τον έχει δει [[κανείς]] [[μόνος]] του, με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ αὐτόπτου» — με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i>, (παρακμ. του ορώ)].
|mltxt=[[αὔτοπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που τον έχει δει [[κανείς]] [[μόνος]] του, με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ αὐτόπτου» — με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i>, (παρακμ. του ορώ)].
}}
}}

Revision as of 18:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔτοπτος Medium diacritics: αὔτοπτος Low diacritics: αύτοπτος Capitals: ΑΥΤΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aútoptos Transliteration B: autoptos Transliteration C: aytoptos Beta Code: au)/toptos

English (LSJ)

ον, A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός ΙΙ, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se da a conocer a sí mismo, Διόνυσος αὐ. ἐφαίνετο δαίμων Iul.Or.7.221b
jur. en flagrante delito ἐπ' αὐτόπτῳ glos. a ἐπ' αὐτοφόρῳ Hsch.
2 que comporta una visión inspirada λόγος PMag.5.55, λεκάνη PMag.4.162, cf. 7.320, 727.

German (Pape)

[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

αὔτοπτος, -ον (AM)
αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια
μσν.
φρ. «ἐξ αὐτόπτου» — με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + οπτός < οπ-, όπωπα, (παρακμ. του ορώ)].