βοητής: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0452.png Seite 452]] ὁ, der Schreier, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0452.png Seite 452]] ὁ, der Schreier, Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />criard.<br />'''Étymologie:''' [[βοάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]] αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575. | |lstext='''βοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]] αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).
Spanish (DGE)
-οῦ
chillón, que grita οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.Morb.Sacr.15, Ep.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.
Greek (Liddell-Scott)
βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.
Greek Monolingual
βοητής, ο (Α)
αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοώ. Η άποψη βοητής < βοή είναι απίθανη].
Greek Monotonic
βοητής: -οῦ, ὁ (βοάω), θορυβώδης, αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς· Δωρ. θηλ. βοᾶτις, σε Αισχύλ.