διωμοσία: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />jur.<br /><b class="num">1</b> en el procedimiento jur. aten. [[juramento solemne prestado por las dos partes en el interrogatorio ([[ἀνάκρισις]]) previo al juicio]] οὐ διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος τὰς διωμοσίας ποιοῦνται Lys.10.11, cf. Antipho 5.88, 6.6, D.23.63, 69, Hsch.<br /><b class="num">•</b>tb. en Clazomenas en otros procedimientos <i>SEG</i> 29.1130<i>bis</i>.B.55 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> en el procedimiento jur. romano [[juramento]] εἰ δὲ ἀμφισβητοῖεν οἱ πράκτορες περὶ τῆς τῶν ἐγγυητῶν ἀξιοπιστίας ἢ τῆς διωμοσίας <i>Cod.Iust</i>.1.4.26.12, cf. Iust.<i>Nou</i>.22.44.2.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />jur.<br /><b class="num">1</b> en el procedimiento jur. aten. [[juramento solemne prestado por las dos partes en el interrogatorio ([[ἀνάκρισις]]) previo al juicio]] οὐ διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος τὰς διωμοσίας ποιοῦνται Lys.10.11, cf. Antipho 5.88, 6.6, D.23.63, 69, Hsch.<br /><b class="num">•</b>tb. en Clazomenas en otros procedimientos <i>SEG</i> 29.1130<i>bis</i>.B.55 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> en el procedimiento jur. romano [[juramento]] εἰ δὲ ἀμφισβητοῖεν οἱ πράκτορες περὶ τῆς τῶν ἐγγυητῶν ἀξιοπιστίας ἢ τῆς διωμοσίας <i>Cod.Iust</i>.1.4.26.12, cf. Iust.<i>Nou</i>.22.44.2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />serment prêté en justice.<br />'''Étymologie:''' [[διώμοτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διωμοσία''': ἡ, [[ὅρκος]], ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ [[δίκη]], Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. [[ἀντωμοσία]].
|lstext='''διωμοσία''': ἡ, [[ὅρκος]], ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ [[δίκη]], Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. [[ἀντωμοσία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />serment prêté en justice.<br />'''Étymologie:''' [[διώμοτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωμοσία Medium diacritics: διωμοσία Low diacritics: διωμοσία Capitals: ΔΙΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: diōmosía Transliteration B: diōmosia Transliteration C: diomosia Beta Code: diwmosi/a

English (LSJ)

ἡ, an oath taken by both parties at the ἀνάκρισις before the trial came on, Antipho 5.88 (pl.), D.23.69; τὰς δ. ποιεῖσθαι Lys.10.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
jur.
1 en el procedimiento jur. aten. [[juramento solemne prestado por las dos partes en el interrogatorio (ἀνάκρισις) previo al juicio]] οὐ διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος τὰς διωμοσίας ποιοῦνται Lys.10.11, cf. Antipho 5.88, 6.6, D.23.63, 69, Hsch.
tb. en Clazomenas en otros procedimientos SEG 29.1130bis.B.55 (II a.C.).
2 en el procedimiento jur. romano juramento εἰ δὲ ἀμφισβητοῖεν οἱ πράκτορες περὶ τῆς τῶν ἐγγυητῶν ἀξιοπιστίας ἢ τῆς διωμοσίας Cod.Iust.1.4.26.12, cf. Iust.Nou.22.44.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
serment prêté en justice.
Étymologie: διώμοτος.

Greek (Liddell-Scott)

διωμοσία: ἡ, ὅρκος, ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ δίκη, Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. ἀντωμοσία.

Greek Monolingual

διωμοσία, η (AM)
μσν.
συνωμοσία
αρχ.
ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία).

Greek Monotonic

διωμοσία: ἡ, όρκος που δίνονταν από τους διαδίκους πριν ξεκινήσει η δίκη, σε Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

διωμοσία:обоюдная присяга, клятва (обеих) тяжущихся сторон Lys., Dem.

Middle Liddell

n
an oath taken by both parties before the trial came on, Oratt.

English (Woodhouse)

affidavit, sworn evidence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)