καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπόταμος Medium diacritics: καλλιπόταμος Low diacritics: καλλιπόταμος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: kallipótamos Transliteration B: kallipotamos Transliteration C: kallipotamos Beta Code: kallipo/tamos

English (LSJ)

ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.

Middle Liddell

καλλι-πότᾰμος, ον
of beautiful rivers, Eur.