καταλειτουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépenser tous ses biens pour le service de l'État.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λειτουργέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépenser tous ses biens pour le service de l'État.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λειτουργέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλειτουργέω Medium diacritics: καταλειτουργέω Low diacritics: καταλειτουργέω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kataleitourgéō Transliteration B: kataleitourgeō Transliteration C: kataleitourgeo Beta Code: kataleitourge/w

English (LSJ)

Att. καταλῃτουργέω, spend one's substance in bearing the public burdens, D.36.39:—Pass., prob. in Is.Fr.130 S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα BCH44.91 (Lagina).

German (Pape)

[Seite 1359] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser tous ses biens pour le service de l'État.
Étymologie: κατά, λειτουργέω.

Greek (Liddell-Scott)

καταλειτουργέω: δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.

Greek Monotonic

καταλειτουργέω: μέλ. -ήσω, δαπανώ όλη μου την περιουσία στην ανάληψη δημοσίων υπηρεσιών (λειτουργίαι), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταλειτουργέω: атт. καταλῃτουργέω расходовать в порядке исполнения общественных обязанностей, тратить на общественные дела (πολλά Dem.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to spend all one's substance in bearing the public burdens (λειτουργίαἰ, Dem.