μονοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23. | |lstext='''μονοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:33, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, one-fingered, one-toed, Luc.VH1.23.
German (Pape)
[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu'un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.
Greek Monotonic
μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.