οὐραγία: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] ἡ, das Amt des [[οὐραγός]], das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = [[οὐρά]], Ggstz von [[στόμα]], [[varia lectio|v.l.]] bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] ἡ, das Amt des [[οὐραγός]], das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = [[οὐρά]], Ggstz von [[στόμα]], [[varia lectio|v.l.]] bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[οὐραγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾱγία''': ἡ, τὸ [[ὄπισθεν]] στρατεύματος, [[ὀπισθοφυλακία]], Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οὐραγία]]˙ στρατηγίας [[οὐρά]], [[τουτέστι]] τὸ [[τέλος]] τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
|lstext='''οὐρᾱγία''': ἡ, τὸ [[ὄπισθεν]] στρατεύματος, [[ὀπισθοφυλακία]], Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οὐραγία]]˙ στρατηγίας [[οὐρά]], [[τουτέστι]] τὸ [[τέλος]] τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[οὐραγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:34, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾱγία Medium diacritics: οὐραγία Low diacritics: ουραγία Capitals: ΟΥΡΑΓΙΑ
Transliteration A: ouragía Transliteration B: ouragia Transliteration C: ouragia Beta Code: ou)ragi/a

English (LSJ)

ἡ, rearguard, ib.De.25.18, Plb.1.19.14, 6.40.6, D.S.15.71.

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v.l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: οὐραγός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾱγία: ἡ, τὸ ὄπισθεν στρατεύματος, ὀπισθοφυλακία, Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγία˙ στρατηγίας οὐρά, τουτέστι τὸ τέλος τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».

Greek Monolingual

η (Α οὐραγία) ουραγός
η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή
νεοελλ.
ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής.

Greek Monotonic

οὐρᾱγία: ἡ, οπισθοφυλακή, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾱγία:арьергард или тыл Polyb., Plut.

Middle Liddell

οὐρᾱγία, ἡ,
the rear, Polyb. [from οὐρᾱγός]