μνήστωρ: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ορος, ὁ, poet, = [[μνηστήρ]], auch = eingedenk, [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἔστε]] μοι, Aesch. Spt. 163. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ορος, ὁ, poet, = [[μνηστήρ]], auch = eingedenk, [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἔστε]] μοι, Aesch. Spt. 163. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ. | |lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:46, 1 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
Greek Monolingual
μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάσ-τωρ)].
Greek Monotonic
μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).