μυριοστύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριοστύς''': -ύος, ἡ, [[μυριάς]], [[σῶμα]] στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.
|lstext='''μῡριοστύς''': -ύος, ἡ, [[μυριάς]], [[σῶμα]] στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστύς Medium diacritics: μυριοστύς Low diacritics: μυριοστύς Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: myriostýs Transliteration B: myriostys Transliteration C: myriostys Beta Code: muriostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, body of ten thousand, X.Cyr.6.3.20.

German (Pape)

[Seite 220] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ensemble de dix mille.
Étymologie: μυρίος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, μυριάς, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.

Greek Monolingual

μυριοστύς, ἡ (Α)
στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα -τυ-ς (πρβλ. εκατοσ-τύς, χιλιοσ-τύς)].

Greek Monotonic

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από δέκα χιλιάδες άνδρες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοστύς: ύος ἡ десятитысячный отряд Xen.

Middle Liddell

μῡριοστύς, ύος, ἡ,
a body of ten thousand, Xen.