μισητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] zum Hassen geneigt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] zum Hassen geneigt, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισητός]]<br />ο [[επιρρεπής]] στο [[μίσος]], στο να μισεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισητικῶς</i> (Α)<br />με μισητικό τρόπο, με [[μίσος]].
|mltxt=[[μισητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισητός]]<br />ο [[επιρρεπής]] στο [[μίσος]], στο να μισεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισητικῶς</i> (Α)<br />με μισητικό τρόπο, με [[μίσος]].
}}
}}

Revision as of 22:02, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητικός Medium diacritics: μισητικός Low diacritics: μισητικός Capitals: ΜΙΣΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misētikós Transliteration B: misētikos Transliteration C: misitikos Beta Code: mishtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.

German (Pape)

[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.

Greek Monolingual

μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.