κυβεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ [[τηλία]] τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ [[τηλία]] τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠβεῖον''': τό, [[κυβεύω]] [[κυβευτήριον]], [[τόπος]] εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
|lstext='''κῠβεῖον''': τό, [[κυβεύω]] [[κυβευτήριον]], [[τόπος]] εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβεῖον Medium diacritics: κυβεῖον Low diacritics: κυβείον Capitals: ΚΥΒΕΙΟΝ
Transliteration A: kybeîon Transliteration B: kybeion Transliteration C: kyveion Beta Code: kubei=on

English (LSJ)

τό, gaming-house, Aeschin.1.78.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.

Greek Monolingual

κυβεῖον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια.

Greek Monotonic

κῠβεῖον: τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κῠβεῖον: τό игорный дом Aeschin.

Middle Liddell

κῠβεῖον, ου, τό, κυβεύω
a gaming-house, Aeschin.